- δακτυλάκι
- τό1) пальчик; 2) мизинец;
§ δεν κουνώ ούτε το δακτυλάκι μου — даже пальцем не шевельнуть
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ δεν κουνώ ούτε το δακτυλάκι μου — даже пальцем не шевельнуть
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δακτυλάκι — το βλ. δαχτυλάκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)